- τριβικόν
- τριβικόςfounded on practicemasc acc sgτριβικόςfounded on practiceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίβικον — τρίβικος an alembic with three receiving vessels masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβικός — ή, όν, Α [τρίβω] αυτός που βασίζεται στην άσκηση ή στην εμπειρία («τῆς κριτικῆς εἶναι τὸ μέν τι λογικόν, τὸ δὲ τριβικόν, τό δ ἱστορικόν», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek